- κνύζημα
- κνύζ-ημα, ατος, τό, = foreg., of infants,A
ἄσημα κ. Hdt.2.2
, Him.Or.23.4, cf. Max. Tyr.41.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄσημα κ. Hdt.2.2
, Him.Or.23.4, cf. Max. Tyr.41.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κνύζημα — κνύζημα, τὸ (Α) [κνυζώ (Ι)] το κλαψούρισμα μικρού παιδιού … Dictionary of Greek
κνυζημάτων — κνύζημα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνυζήμασι — κνύζημα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνυζήμασιν — κνύζημα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)